Οι σκέψεις σου κατακλύζουν το μυαλό. Ποιός είμαι; Γιατί είμαι αυτός που είμαι και όχι κάποιος άλλος; Πως ήμουν παλιά; Τι θα κάνω με μένα; Με ξέρω τελικά;
Θες να πάρεις το εαυτό σου μια αγκαλιά. Μια ζωή αυτόν θα κουβαλάς, με αυτόν θα πορεύεσαι. Δες μια στιγμή έξω. Κόσμος. Πολύς κόσμος. Άραγε αυτούς τι να τους απασχολεί; Αλλά ξέχασα, όλοι μας έχουμε χιλιάδες πράγματα να σκεφτούμε.
Ξυπνάς την άλλη μέρα. Σκέφτεσαι ''έλα μια καινούργια μέρα καλύτερη από την προηγούμενη ξεκινά''. Θα ΄ναι όμως; Αλλά πάλι ξεχνώ, πως στο χέρι μας είναι όλα.
Πιες ένα πότο, κάνε ένα τσιγάρο. Όλη μου η ζωή έτσι; Που είναι οι άνθρωποι που φανταζόμουν ότι θα γνωρίσω; Εκείνοι που θα ξεφεύγουν από ένα απλό καλά, από ένα κοινωνικό τι κάνεις, θα σε πηγαίνουν σε τόπους του μυαλού ακόμα άγνωστους μα γοητευτικούς. Μείναμε για μιά βιτρίνα, μια ακόμη επιδερμική απόδειξη ότι αξίζουμε λίγη προσοχή σε αυτόν τον άβολο κόσμο.
Ξύπνα ξανά. Δεν γίνεται η ζωή να ΄ναι έτσι φίλε μου. Θες να φωνάξεις, να τρέξεις, να φύγεις μακριά από όλα. Τι θα κάνεις όμως τελικά;
Βαρέθηκες συνέχεια να αποδεικνύεις ότι είσαι ''ιδιαίτερος''. Μείναμε με το εγώ μας, αυτό το πληγωμένο που συνέχεια ζητά επαλήθευση για να νιώσει καλύτερα.
Ντύσου, στολίσου και βγες έξω. Έλα, θα περάσεις καλά. Θα πείς. Μικρέ μου εαυτέ είσαι εκεί; Με ακούς; Ποιός είσαι τελικά; Τι θες; Γιατί με κλωνίζεις;
Ανοίγεις την πόρτα. Λίγος αέρας και ένας γαλάζιος ουρανός. Κοίτα όμως... Ναι, κοίτα καλά. Κάπου εκεί δίπλα στο ουρανό θα δεις και έναν ήλιο. Και θυμίσου αυτά που σου λέω. Πάντα θα μπορείς να κοιτάς τον ήλιο. Πάντα θα μπορείς να διορθώσεις τα πράγματα. Πάρε την ζωή στα χέρια. Και στο λέω εγώ. Ο άνθρωπος από το και 1.
ΧΦ